- προσαγωγά
- προσαγωγά̱ , προσαγωγήbringing tofem nom/voc/acc dualπροσαγωγά̱ , προσαγωγήbringing tofem nom/voc sg (doric aeolic)προσαγωγόςattractiveneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαγωγάς — προσαγωγά̱ς , προσαγωγή bringing to fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεμφαδενίτιδα — η ιατρ. φλεγμονώδης διόγνωση τών λεμφογαγγλίων, κυρίως ως αντίδραση σε μια μικροβιακή εξεργασία στην περιοχή απαγωγής τής λέμφου ή στα προσαγωγά λεμφαγγεία τών λεμφογαγγλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
προσαγωγός — ό / προσαγωγός, όν, ΝΑ [προσάγω] νεοελλ. 1. αυτός που πλησιάζει ένα πράγμα προς κάτι άλλο («προσαγωγοί μύες» [ανατ.] μύες που φέρνουν ένα τμήμα τού σώματος προς το μέσο επίπεδο ή προς τον άξονα ενός άκρου και, ειδικότερα, τρεις ισχυροί μύες τού… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek